- ἀμπύκων
- ἄμπυξwoman's diademmasc/fem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀμπύκων — Ἄμπυξ masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμπυκFοργός — ἀμπυκFοργός η λ. τής Μυκηναϊκής που σημαίνει «κατασκευάστρια αμπύκων»: (a pu ko wo ko). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπυξ + Fέργον] … Dictionary of Greek